Heroin, cocaine and morphine in Rebetiko song - Dimitris Hyphantis - Institute of Rebetology - Archive - Organiser Ed Emery - Universitas adversitatis

 

 

 

 

 

RETURN TO HOME PAGERETURN TO ARCHIVE LIST

 

 

 

Η ΗΡΩΪΝΗ, Η ΚΟΚΑΪΝΗ ΚΑΙ Η ΜΟΡΦΙΝΗ ΣΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

 

by Dimitris Hyphantis

 

[7,682 words]

 

Στο κείμενο που ακολουθεί, επιχειρείται μια παρουσίαση των ρεμπέτικων τραγουδιών στα οποία αναφέρεται η ηρωϊνη, η κοκαϊνη και η μορφίνη.

 

Το ρεμπέτικο τραγούδι, ένας όρος αρκετά ασαφής, άλλοτε ευρύς και άλλοτε περιορισμένος, αναλόγως των απόψεων που ο καθένας υιοθετεί, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως το λαϊκό τραγούδι του αστικού κέντρου αλλά και των πόλεων όπου ζούσαν Ελληνες, όπως η Σμύρνη, η Κωνσταντινούπολη, η Αλεξάνδρεια κ.α, καθώς επίσης και των μεγαλουπόλεων των Ενωμένων Πολιτειών όπου ζούσαν ΄Ελληνες μετανάστες.

 

Το ρεμπέτικο ακόμη, είναι το λαϊκό τραγούδι που μουσικά, μεγάλο μέρος του, κυρίως προπολεμικά στηρίζεται στους τρόπους της Ιωνίαςτης Αν. Μεσογείου και της Βαλκανικής. Γενικότερα, θα λέγαμε της "ανατολικής"  μουσικής για να την ξεχωρίσουμε από τη  "δυτικού" ή "Ευρωπαϊκού τύπου"  τονική  μουσική. Ως προς το ύφος, διακρίνεται σε Μικρασιατικό-Σμυρνέϊκο με βασικό γνώρισμα τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιεί (βιολί, σαντούρι, κανονάκι, κ.λ.π.) και σε Πειραιώτικο (μπουζούκι, μπαγλαμάς, κιθάρα). Οπωσδήποτε, οι παραπάνω ταξινομίσεις δεν είναι απόλυτες, δίνουν όμως τις βασικές τάσεις της λαϊκής μουσικής στο πρώτο μισό του αιώνα που φεύγει.

 

Στο λαϊκό τραγούδι αυτής της περιόδου εντοπίζεται ένα χαρακτηριστικό: η συχνή περιγραφή γεγονότων και καταστάσεων της καθημερινότητας και της εποχής. Μπορεί να λεχθεί ότι το λαϊκό τραγούδι είναι η Ιστορία της Ελλάδας γραμμένη με έναν άλλο τρόπο. Υπάρχει άλλωστε πληθώρα τραγουδιών που το επιβεβαιώνουν. ΄Ενα μικρό δείγμα παρατίθεται στη συνέχεια:

 

·                      ΜΙΣ ΕΛΛΑΣ - 1929 - Παν. Βαϊνδίρλή - Για τον θεσμό των καλλιστείων που ξεκινούσε τότε.

·                      Η ΚΡΙΣΙΣ - 1934 - Κ. Ρουκουνα - Με αφορμή την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 - 1932

·                      ΣΤΟ ΛΕΒΕΝΤΗ ΜΑΣ ΤΖΙΜ ΛΟΝΤΟ - 1934 - Π. Τούντα - Για τον ελληνικής καταγωγής πρωτοπαλαιστή

·                      ΤΟΝ ΒΕΝΙΖΕΛΟ ΧΑΣΑΜΕ - 1936 - Στ. Παντελίδη, Κ. Καρίπη - Για το θάνατο του Βενιζέλου

·                      5Ο ΒΟΡΟΝΩΦ - 1933 - Γ. Καμβύση, Κ. Σκαρβέλη - Με αφορμή το Ρώσσο χειρουργό Σ. Βορονώφ και τα πειράματά του για σεξουαλική ανανέωση.

·                      ΜΑΣ ΗΡΘΕΣ ΒΑΣΙΛΙΑ - 1935 -  Μ. Βαμβακάρη - Για την επάνοδο του Γεωργίου του Β΄

·                      Η ΜΠΟΜΠΑ - 1946 - Κ. Ρούκουνα - Με αφορμή τη ρίψη ατομικής βόμβας σε Χιροσίμα και Ναγκασάκι

·                      ΠΛΗΜΜΥΡΑ - 1935 - Μ. Βαμβακάρη - Για την πλημμύρα του 1935 σε Αθήνα - Πειραιά.

 

Υπάρχουν βέβαια και δεκάδες τραγούδια που αναφέρονται σε πολείς, σε συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά, σε επαγγέλματα, σε φαινόμενα όπως η μετανάστευση, η φτώχεια κ.λ.π.

 

 

Στην ελληνική δισκογραφία των 78 στροφών έχουν καταγραφεί από την πρώτη δεκαετία του αιώνα έως το 1960 περί τα 12.500 ρεμπέτικα τραγούδια.  Σε  400 περίπου υπολογίζονται τα τραγούδια που αναφέρουν παράνομες ουσίες, κυρίως χασίς. Από τη μέχρι τώρα έρευνά μας εντοπίσαμε 13 που αναφέρουν ή αναφέρονται στην "πρέζα" - ηρωϊνη, κοκαϊνη, μορφίνη. Υπάρχει ακόμη ένα τραγούδι του Μ. Μάτσα, το "Κουτσαβάκι", φωνογραφημένο το 1935, όπου αναφέρεται η κοκᨴινη. Επειδή δεν διαθέτουμε πλήρη στοιχεία, δεν το περιλαμβανουμε σ΄αυτή την παρουσίαση. Να σημειωθεί ότι ανάλογα τραγούδια συναντάμε και στην Ευρωπαϊκού τύπου Ελληνική μουσική, ο συνολικός αριθμός των οποίων πλησιάζει τα 100, τα περισσότερα σχετικά με το χασίς και μικρός αριθμός με την "πρέζα".

 

Η λέξη "πρέζα" έχει Ιταλική ρίζα και ορίζει ποσότητα, είναι η ποσότητα σκόνης που μπορεί να κρατήσει κανείς με το δείκτη και τον αντίχειρα (μια πρέζα αλάτι, πιπέρι, κ.λ.π). Στα χρόνια του μεσοπολέμου και αργότερα, στην Ελλάδα, η λέξη "πρέζα" παρέπεμπε σε κάποια ουσία που η λήψη της γινόταν από τη μύτη. Και αυτό, επειδή αρκετοί χρησιμοποιούσαν ταμπάκο, που η χρήση του γινόταν με ανάλογο τρόπο. Σε μερικά από τα τραγούδια που παρουσιάζονται παρακάτω, υπάρχει μια ασάφεια για το είδος της ουσίας που αναφέρουν εφ΄ όσον χρησιμοποιείται ο όρος "πρέζα". Πιθανώς, οι ίδιοι οι δημιουργοί να μην είχαν άμεση γνώση του θέματος ή πάλι απλά αναπαράγουν τους μύθους και το μυστήριο που περιέκλειαν κάποιες ουσίες στη συνείδηση των λαϊκών στρωμάτων.

 

Η εξάρτηση, ένα φαινόμενο με πολλούς αιτιολογικούς παράγοντες, έχει βαθύ κοινωνικό χαρακτήρα και η απαρχή της στην Ελλάδα χρονολογείται από τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα. Οι μονόπλευρες προσεγγίσεις της εξάρτησης, όταν δεν είναι ηθελημένες, οφείλονται σε ένα μεγάλο βαθμό στην αποϊστορικοποίηση του φαινομένου, στην άγνοια ή την παράλειψη της πορείας του στον χρόνο. Οι ουσίες "ναρκωτικά", δεν προέκυψαν ξαφνικά ως συμφορά, "μάστιγα". Υπήρχαν με διαφορετικές μορφές, χιλίαδες χρόνια πρίν. Κάτω από συγκεκριμένες κοινωνικές - πολιτισμικές συνθήκες έγιναν μέσο εξάρτησης. Η υποτίμηση της δυναμικής του φαινομένου, οδηγεί συχνά σε νομικές ή ιατρικές (ψυχιατρικές) αιτιολογήσεις της εξάρτησης, με ανάλογες προτάσεις για την αντιμετώπισή του.

 

Η λαϊκή τέχνη και στην συγκεκριμένη περίπτωση το ρεμπέτικο τραγούδι, είναι μια από τις πλέον αξιόπιστες πηγές, από τις λίγες που ούτως ή άλλως διαθέτουμε, για να μας περιηγήσει στο παρελθόν και στην εξέλιξη της εξάρτησης στην Ελλάδα.  Να σημειωθεί ότι ίσως έχουμε το προνόμιο να είμαστε η μοναδική χώρα που διαθέτει έναν τόσο μεγάλο αριθμό λαϊκών τραγουδιών με θεματολογία τις ουσίες, που δυστυχώς δεν έχει αξιοποιηθεί αναλόγως.

 

Ερευνητές έχουν διατυπώσει την άποψη ότι το ρεμπέτικο ήταν ενωτικό τραγούδι. ΄Οντως, οι ήχοι του ήταν οικείοι στο αυτί της πλειοψηφίας των Ελλήνων και αυτό λειτουργούσε ενωτικά. Το ρεμπέτικο ήταν δυνατόν να τραγουδηθεί από πολλούς μαζί στην παρέα, ήταν δηλαδή μία συλλογική διαδικασία και κατ΄ επέκταση είχε ενωτικό χαρακτήρα. Το ρεμπέτικο, παρότι αναπτύχθηκε σε ζοφηρές περιόδους της Ελληνικής Ιστορίας ( Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Μικρασιατική καταστροφή, Δικτατορία Μεταξά, Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος, Εμφύλιος Πόλεμος) ουδέποτε λειτούργησε διχαστικά στον ελληνικό λαό. Τα παραδείγματα που το επιβεβαιώνουν είναι αμέτρητα. Παρά το γεγονός ότι ο κάθε δημιουργός είχε τη δική του άποψη για τα πράγματα, το ρεμπέτικο και εδώ λειτούργησε ενωτικά και επανειλημένα πρότεινε την εκτόνωση των εντάσεων, ιδιαίτερα κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Τελικά, το ρεμπέτικο δεν ήταν απλά ενωτικό τραγούδι ήταν καθολικό τραγούδι, γιατί οι δημιουργοί του δεν το έγραψαν μόνο για τον εαυτό τους και το περιβάλλον τους. Το ρεμπέτικο απευθυνόταν στη μεγάλη πλειοψηφία των εντός και εκτός Ελλάδας Ελλήνων.

 

΄Ισως αυτός να ήταν ένας λόγος που διώχθηκε έμμεσα ή άμεσα, που συκοφαντήθηκε  και διαστρεβλώθηκε. Χαρακτηρισμοί όπως: "Τουρκοπρεπές", "Ανατολίτικο", "περιθωριακό", "των λούμπεν", "του υποπρολεταριάτου",  "της φυλακής", "των χασικλήδων", "των κακοποιών", "των έκφυλων", "των αμόρφωτων",  "του υποκόσμου", "των νταήδων", "καταθλιπτικό", "ηττοπαθές",  "πεσσιμιστικό" κ.λ.π. χρησιμοποιήθηκαν κατά  κόρον, όχι υποχρεωτικά  κακόβουλα, από πολλές πλευρές. Το λαϊκό τραγούδι - το ρεμπⓡτικο - ίσως ήταν ένας από τους μηχανισμούς άμυνας του λαού στις προσπάθειες που έγιναν για διχασμό και εγκλωβισμό του σε αντίπαλα στρατόπεδα. Η καθολικότητα του ρεμπέτικου είναι μια επιπλέον  εγγύηση της αξιοπιστίας των πληροφοριών που μας παρέχει.

 

Κλείνοντας αυτή την σύντομη εισαγωγή  θα πρέπει να ληφθεί υπ΄ όψιν ένα επίσης σημαντικό στοιχείο και αυτό είναι η επιβολή της λογοκρισίας από την δικτατορία του Μεταξά το 1937. Δυστυχώς, το μέτρο αυτό αλλοιώνει αρκετά στοιχεία του ρεμπέτικου στο στίχο και στη μουσική και βέβαια μας στερεί αξιόλογες πληροφορίες που ενδεχομένως θα είχαμε. Αν αναλογισθεί κανείς ότι η μεγάλη δισκογραφική δραστηριότητα στην Ελλάδα ξεκίνησε με τη λειτουργία του εργοστασίου παραγωγής δίσκων της Columbia στη Ριζούπολη το 1931 και η φωνογράφιση τραγουδιών με μπουζούκι το 1932. Ουσιαστικά στην πενταετία 1931 - 1936 υπήρχε η δυνατότητα ελεύθερης έκφρασης των δημιουργών του ρεμπέτικου. Ακριβώς αυτής της περιόδου είναι και τα τραγούδια που παρουσιάζονται στη συνέχεια.

 

Ως προς τη μέθοδο που ακολουθήσαμε για τη συγγραφή του παρόντος κειμένου επιδιώχθηκε:

 

·                      Η γνώση του μεγαλύτερου μέρους του ηχητικού υλικού (δισκογραφία) και κατά συνέπεια η συνολική εικόνα που παρουσιάζει το ρεμπέτικο τραγούδι.

·                      Η γνώση του έργου, της ζωής και του περιβάλλοντος του κάθε δημιουργού.

·                      Η γνώση των γενικότερων κοινωνικών - πολιτι╈ών - πολιτισμικών συνθηκών από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα έως το 1960.

 

Τέλος, το κάθε τραγούδι προσεγγίσθηκε ως  όλον και όχι μόνο στιχουργικά.

 

ΤΡΑΓΟΥΔΙ   1ο

 

Ο ΝΙΚΟΚΛΑΚΙΑΣ  1933

 

Β. Παπάζογλου - εκτελ. Σ. Περπινιάδης

 

Μάγκες πέσανε στη πιάτσα .

Κι έκαναν πολλά στραπάτσα.

Βάρεσαν το Νικοκλάκια

Το δειλό το κοχλαράκια

 

 R

Σ΄ έφαγαν ρε Νικοκλάκια

Μήτσος, Κώτσος τα τσιράκια

Γιατί σου ΄ δειχναν τη πίτα

Και σου κρύβαν τη μανίτα

 

 R

 

-                      Γειά σου Στελλάκη

 

Λένε πως ο Νικοκλάκιας

Πριν να γίνει κοχλαράκιας.

΄Ητανε κι αυτός μαγγιώρος

Τουφατζής και κασαδόρος

 

Αχ, ρε Νικολή,

Φίλε μερακλή.

Που σε βάρεσαν οι μάγκες.

 

 R

Για να κάνουν ματσαράγγες.

 

Πριν αναφερθούμε στο συγκεκριμένο τραγούδι είναι αναγκαίο να παρουσιάσουμε κάποια χαρακτηριστικά στοιχεία από τη ζωή του δημιουργού Βαγγέλη Παπάζογλου.

 

Γεννήθηκε στο Ντουρμπαλί Σμύρνης το 1896 ή 1897 και πέθανε από φυματίωση στην Κοκκινιά το 1943. Στο διάστημα 1933-1936 πέρασε στη δισκογραφία 23 τραγούδια στο όνομά του σε 36 εκτελέσεις και 5 αμανέδες. Να σημειωθεί ότι την περίοδο αυτή δεν ήταν σύνηθες φαινόμενο η επανεκτέλεση κάποιου τραγουδιού, κάτι που δείχνει την ξεχωριστή παρουσία του Β. Παπάζογλου στο λαϊκό τραγούδι.

 

Οι ανεπανάληπτες και πρωτότυπες μελωδίες χαρακτηρίζουν το έργο του. Σε ό,τι αφορά στη θεματολογία, καταπιάνεται με ιδιαίτερες πτυχές της κοινωνικής ζωής με ευαισθησία, λεπτότητα και χιούμορ. Χωρίς να εκφράζει απόλυτες απόψεις, αφήνει τον ακροατή να εκλάβει τα μηνύματα όπως αυτός επιθυμεί. Ενδεικτικά της θεματολογίας του είναι τα τραγούδια που ακολουθούν.

 

"Οι λαχανάδες" (1934) αναφέρεται στους πορτοφολάδες.

"Καλόγρια" (1936) αναφέρεται στην απόφαση για μοναστική ζωή.

"Σαν εγύριζ' απ΄ την Πύλο" (1936) αναφέρεται σε αποφυλακισμένο.

"Το παιδί του δρόμου" αναφέρεται σε αυτό που δηλώνει ο τίτλος.

"Αν ήμουν άνδρας" (1933) με νύξεις για τη γυναικεία ομοφυλοφιλία κ.λ.π.

 

Επίσης έγραψε αρκετά σατιρικά τραγούδια, που σαρκάζουν τις πουριτανικές αρχές της εποχής και βέβαια εξαίσια ερωτικά τραγούδια.

 

Ο Β. Παπάζογλου φημισμένος μουσικός της Σμύρνης πριν το 1922, άνθρωπος ευαίσθητος και περήφανος αρνήθηκε δημόσια να ελεγθούν τα τραγούδια του από "αμόρφωτους" λογοκριτές. ΄Ετσι, από το 1937 και μετά, κανένα από τα δεκάδες τραγούδια που είχε (τουλάχιστον 70) δεν φωνογραφήθηκε στο όνομά του. Με τη Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα το 1941 εγκαταλείπει το πάλκο. Δεν ήθελε να διασκεδάζει ενώ η πατρίδα του βρισκόταν υπό ξένη κατοχή και άρχισε να ασκεί  το επάγγελμα του ρακοσυλλέκτη. Με αυτό τον τρόπο ο Β. Παπάζογλου πένθησε την υποδούλωση της χώρας στους Γερμανούς.

 

Ο Στελλάκης Περπινιάδης (Τήνος 1899 - Αθήνα 1977) είναι ένας από τους μεγαλύτερους λαϊκούς τραγουδιστές αυτής της περιόδου, που συνεργάστηκε με όλους τους γνωστούς δημιουργούς πριν και μετά τον πόλεμο. Ο ίδιος έγραφε μουσική και έπαιζε κιθάρα. Στη δισκογραφία πέρασε περί τα 400 τραγούδια, αριθμός ιδιαίτερα μεγάλος.

 

Στο τραγούδι " Ο Νικοκλάκιας", ο Βαγγέλης Παπάζογλου περιγράφει ένα περιστατικό με πρωταγωνιστή έναν εξαρτημένο (ο Νικοκλάκιας  είναι υποκοριστικό του Νίκος, φορτισμένο συναισθηματικά με λύπη. Θα μπορούσε να έλεγε, " ο καημένος ο Νικολάκης"). " Κώτσος, Μήτσος τα τσιράκια" σκότωσαν τον εν λόγω εξαρτημένο. Ο δημιουργός δεν αναφέρει τους λόγους που προκάλεσαν το φόνο. Επικεντρώνεται στο αποτέλεσμα της εξάρτησης του Νικοκλάκια και στην άσχημη κατάσταση που είχε περιέλθει λόγω αυτής.

 

Ο Νικοκλάκιας, ο "κοχλαράκιας" (από το κοχλιάριο, το κουτάλι που χρησιμοποιούν οι τοξικομανείς που κάνουν ενέσιμη χρήση), πριν εξαρτηθεί ήταν "μαγγιώρος" (λατινική ρίζα- μάγιστρος, μετρ, μαέστρος, μάστορας, μεγάλος) "τουφατζής" (ώς τούφα αναφέρεται η φυλακή - κοινώς φυλακόβιος, κατά συνέπεια  ήξερε να αντιμετωπίζει δυσκολίες. Μην αγνοούμε το μύθο που περιέβαλλε τους ανθρώπους που είχαν φυλακισθεί) και "κασσαδόρος" (διαρρήκτης χρηματοκιβωτίων, δουλειά που απαιτεί ευστροφία, επιδεξιότητα, κ.λ.π.). Τώρα όμως σαν τοξικομανής είναι δειλός.  Δεν έχει το σθένος να αντισταθεί και κατ΄ επέκταση να αντιμετωπίσει δύσκολες καταστάσεις. Επίσης δεν έχει την ευστροφία να αντιληφθεί την "μανίτα" (το τέχνασμα) που χρησιμοποιούσαν τα δύο "τσιράκια" για να τον σκοτώσουν. (Η πίττα και η μανίτα, έκφραση ανάλογη με το τυρί και την φάκα. - "Είδε το τυρί αλλά δεν είδε τη φάκα"). Σαν  "τουφατζής" και " κασσαδόρος" Ο Νικοκλάκιας φαίνεται να είναι αποδεκτός, όχι όμως ως τοξικομανής.

 

Στο ρεφρέν δεν τον αποκαλεί Νικοκλάκια, αλλά Νικολή, υποκοριστικό που δηλώνει συμπάθεια.

 

2ο  ΤΡΑΓΟΥΔΙ

 

Ο ΛΑΘΡΕΜΠΟΡΑΣ   ( Ζεϊμπέκικο)  1935

 

Β. Παπάζογλου - εκτελ. Σ. Περπινιάδης

 

Τα κονομούσα έξυπνα και πάντοτε στη ζούλα.

Γιατ' ήμουνα λαθρέμπορος και τα πουλούσα ούλα

 

Τί όμορφα που πέρναγα, με ΄κείνο το μαυράκι.

Μα η πρέζα μου τα πότισε, τα σωθικά φαρμάκι

 

Για είκοσι γραμμάρια, που μ΄ έκαναν πιαστό.

Μ΄ ένα χρονάκι μ΄ έστειλαν, στην Αίγινα σκαστό.

 

Και σα να μη καλάρεσε, στον πρόεδρο το φίλο.

Μου  ΄χει και παραθέρισμα, εξάμηνο στην Πύλο.

 

-                      Γειά σου Στελλάκη!

-                      Γειά σου Μαργαρώνη με τις πενιές σου!

 

Στο τραγούδι αυτό έχουμε την αυτοπαρουσίαση ενός λαθρέμπορου. Μιλά για τη δράση του πριν εξαρτηθεί, όπως και για το πόσο καλά περνούσε "…μ΄ εκείνο το μαυράκι…" σε αντίθεση με αυτό που ζεί τώρα, "… μα  η πρέζα μου τα γέμισε τα σωθικά φαρμάκι". Στη συνέχεια περιγράφει τις διώξεις που υφίσταται πλέον λόγω της εμπορίας ουσιών. Και εδώ καταδείχνονται οι επιπτώσεις από τη χρήση της "πρέζας". ΄Οπως και στο "Νικοκλάκια", ο δημιουργός προσπαθεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά στη χρήση των "σκληρών". Ο ρόλος του λαθρέμπορου και του χρήστη χασίς φαίνεται να είναι αποδεκτός, όχι όμως και ο ρόλος του εξαρτημένου ή του λαθρέμπορου "πρέζας". Οι λαθρέμποροι άλλωστε όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλη την ανατολική Μεσόγειο έχαιραν εκτίμησης και θαυμασμού από τα λαϊκά στρώματα, αφού τα προμήθευαν με φθηνά είδη πρώτης ανάγκης, όπως τρόφιμα και ρουχισμό.

 

Η κατάσταση που περιγράφει το τραγούδι δεν είναι και τόσο ευχάριστη. ΄Ετσι ο δημιουργός φροντίζει να ελαφρύνει το κλίμα στην τελευταία στροφή, αντιμετωπίζοντας το όλο θέμα  αστειευόμενος. Η εξάμηνη φυλάκιση στην Πύλο, που επιβάλλει ο πρόεδρος του δικαστηρίου, αποκαλείται παραθέρισμα.

 

3ο ΤΡΑΓΟΥΔΙ

 

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΝΤΕΡΒΙΣΗ (Ζεϊμπέκικο) 1935

 

Στ. Περπινιάδη - εκτελ. Στ. Περπινιάδης

 

Ο αργιλές, το τουμπεκί, η πρέζα, το χασίσι.

Με κάναν και βαρέθηκα την τωρινή μου ζήση.

 

Ο αργιλές ειν΄ βάσανο, το τουμπεκί μαράζι.

Η πρέζα τρώει λεβεντιές, το μαύρο σε χτικιάζει.

 

-                      Γειά σου αγόρι μου Στελλάκη !

 

΄Οποιος φουμάρει στην αρχή το ΄χει για ασικλήκι.

Μα σα(ν) ριζώσει στη(ν) καρδιά, γίνεται θεριακλήκι.

 

Και θεριακλής σαν θα γενεί αρχίζει να πρεζάρει.

Γιατί μ΄αυτή του φαίνεται, πώς πιο καλά γουστάρει.

 

 

Το τραγούδι αυτό φέρεται επίσημα ως δημιουργία του Στ. Περπινιάδη.  Γνωρίζουμε όμως ότι ανήκει στον Β. Παπάζογλου που το χάρισε στον Περπινιάδη. Αυτό έχει συμβεί και με άλλους δημιουργούς, οι οποίοι αρκετές φορές σε ένδειξη αγάπης και εκτίμησης ή για άλλους λόγους, χάριζαν τραγούδια σε συνεργάτες τους, κυρίως τραγουδιστές ή σε φιλικά και συγγενικά πρόσωπα. Αυτό γινόταν επίσης για να έχουν ένα μικρό εισόδημα, εισπράττοντας το ποσοστό που αναλογούσε στο δημιουργό από τα πνευματικά δικαιώματα.

 

Στο τραγούδι αυτό ο δημιουργός, σε πρώτο πρόσωπο, εκφράζει κατ΄ αρχάς την κούρασή του από τη χρήση ουσιών "…με κάναν και βαρέθηκα την τωρινή μου ζήση", και έμμεσα την επιθυμία να αποκοπεί απ΄ αυτήν. Ανάλογη έκφραση συναντάμε στα τραγούδια του "O ξεμάγκας" 1935, όπου δηλώνει επίσης σε πρώτο πρόσωπο "Βαρέθηκα τον αργιλέ, σιχάθηκα τη μαύρη" και στο "Καλογριά", "Βαρέθηκα τον κόσμο πια….", "Το παράπονο του δερβίση" και "Ο ξεμάγκας" είναι τα μοναδικά ρεμπέτικα που έχουν άμεσα αποτρεπτική θέση, το πρώτο απέναντι σε όλες τις παράνομες ουσίες και το δεύτερο απέναντι στο χασίς (Ξεμάγκας είναι αυτός που παύει να ζεί σαν μάγκας. Το "ξε-" λειτουργεί ως στερητικό).

 

" Ο ξεμάγκας" επίσης και το "Μάγκες μου συμμορφωθείτε" 1936, παρ΄ ότι το δεύτερο τραγούδι αναφέρει το αλκοόλ, προτείνουν αλλαγή τρόπου ζωής και στάσης.

 

Τα τραγούδια του Παπάζογλου " Ο Νικοκλάκιας", "Ο λαθρέμπορας", "Το παράπονο του δερβίση", "Ο ξεμάγκας" και "Μάγκες μου συμμορφωθείτε" έχουν ένα κοινό στοιχείο: την επιθετικότητα των ταλαιπωρημένων πληθυσμών της πόλης του μεσοπολέμου. Αυτό, που κατ΄ άλλους ονομάζεται "παρεκλίνουσα συμπεριφορά", επιθετικότητα, που πηγάζει από την αθλιότητα που ζούν και στρέφεται άλλοτε εσωτερικά στον εαυτό τους, με την εξάρτηση από νόμιμες και παράνομες ουσίες ή από τυχερά παιχνίδια και άλλοτε εξωτερικά προς τον περίγυρό τους με το "σερετηλήκι", "μπελαλήκι", "ζοριλήκι" κ.λ.π.

 

Ο Παπάζογλου, ένας ευαίσθητος άνθρωπος, πονά με αυτό που βλέπει τριγύρω και το εκφράζει στα τραγούδια του, χωρίς να νουθετεί, να απειλεί, να ηθικολογεί ή να διδάσκει. Χωρίς να αναλαμβάνει ρόλο πατέρα, μιλά μέσω των τραγουδιών του σαν φίλος.

 

Ας επανέλθουμε όμως στο "Παράπονο του δερβίση". Ο δημιουργός, στη δεύτερη στροφή, αναφέρεται στις ουσίες και στις επιπτώσεις που έχουν στον άνθρωπο, σημειώνοντας βέβαια και την περίπτωση θανάτου που προέρχεται από την "πρέζα", "…η πρέζα τρώει λεβεντιές…".

 

Στις επόμενες στροφές δίνει τη δική του εξήγηση για το πώς φθάνει κανείς στη χρήση της "πρέζας", η οποία είναι άκρως ενδιαφέρουσα.

 

Θέτοντας την κοινωνική πλευρά, ο δημιουργός μας λέει ότι όποιος καπνίζει χασίς, στις αρχές το θεωρεί ένδειξη λεβεντιάς, "ασικλήκι" (αφού σε έναν μεγάλο κύκλο ανθρώπων η χρήση χασίς είναι αποδεκτή), "Μα σα ριζώσει στην καρδιά…", αν συμβεί δηλαδή κάποια συναισθηματική εμπλοκή, "…γίνεται θεριακλήκι". Με άλλα λόγια γίνεται εξάρτηση. Εφ΄όσον κάποιος εξαρτηθεί από το χασίς τότε αρχίζει τη χρήση "πρέζας", γιατί "του φαίνεται " ότι θα περνά καλύτερα. Υπονοώντας ότι στην πραγματικότητα δεν είναι έτσι, δηλαδή ότι δεν θα περνά καλύτερα.

 

Είναι ίσως μία απλοϊκή εξήγηση της εξάρτησης, η οποία όμως κρύβει αρκετά σημαντικά στοιχεία όπως τη διαφορά χρήσης - εξάρτη□ης, τη συναισθηματική εμπλοκή, το πέρασμα σε "σκληρές" ουσίες.

 

Αν κρίνουμε με τα μέτρα της εποχής και έχοντας υπ΄ όψιν την υπάρχουσα βιβλιογραφία, δημιουργεί ιδιαίτερη εντύπωση το ότι ένας λαϊκός δημιουργός εμβαθύνει σε ένα θέμα που αρκετοί σύχρονοί του, μεταξύ των οποίων και ειδικοί επιστήμονες, δεν  το έκαναν. Να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο Παπάζογλου δεν είχε σχέση με καμιά παράνομη ουσία, πράγμα που δείχνει τουλάχιστον την ευαισθητοποίηση του και την ικανότητα να αφουγκράζεται.

 

4ο ΤΡΑΓΟΥΔΙ

 

ΗΡΩΪΝΗ ΚΑΙ ΜΑΥΡΑΚΙ (Καρσιλαμάς ) 1935

 

Σωτήρη Γαβαλά (Μεμέτη)  - εκτελ. Στ. Περπινιάδης

 

Να βαστάξω δεν μπορούσα

σαν εγύριζ΄ απ΄ την Προύσσα.

Με καρφώσανε δυο μπράβοι

Και με πιάσαν στο καράβι.

 

Είχα ράψει στο σακκάκι

Δυο σακκούλες με μαυράκι.

Και στα κούφια μου τακούνια

Ηρωϊνη ως τα μπούνια.

 

Θα ανάβαν οι λουλάδες

κλάφτε τώρα δερβισάδες.

Θα γινότανε γιαγκίνι

Με μαυράκι κι ηρωϊνη.

 

Ε, ρε το΄ χω κάνει τάμα

να μισέψω κι άλλο πράγμα

Γειά σου Προύσσα παινεμένη

και στον κόσμο ξακουσμένη.

 

- Σωτήρης Γαβαλάς (Σμύρνη 1890 - 95 Μπραχάμι; μετά το 1950;)

Συνθέτης - μουσικός με 15 περίπου τραγούδια στη δισκογραφία.

 

 

Είναι το μοναδικό τραγούδι στο οποίο αναφέρεται η ηρωϊνη και μάλιστα στον τίτλο του. Παρατηρούμε ότι υπάρχει μία διάθεση πρόκλησης κυρίως απέναντι στις διωκτικές αρχές και μάλλον εκεί προσβλέπει το ίδιο το τραγούδι.

 

Ένα σημείο που προκαλεί το ενδιαφέρον, είναι αυτό που παρουσιάζει παράλληλη χρήση δύο ουσιών. "Θα γινότανε γιαγκίνι με μαυράκι κι ηρωϊνη". Κάτι που δεν συνηθίζονταν και αυτό όχι τόσο για λόγους φαρμακολογικούς όσο για λόγους αρχών και αναγκών, κουλτούρας γενικότερα του χρήστη. Ο χρήστης ηρωϊνης χρησιμοποιούσε συνήθως χασίς σε περιπτώσεις έλλειψης της πρώτης, ενώ ο χρήστης χασίς έχει σαφώς αρνητική θέση απέναντι στην ηρωϊνη και στον ηρωϊνομανή. Τί έχει συμβεί λοιπόν ;

 

Γνωρίζουμε ότι κατά την περίοδο 1932-36 υπάρχει μία έντονη τάση - θα μπορούσε να ονομασθεί μόδα-να γράφονται τέτοιου ύφους τραγούδια, αναφερόμενα κυρίως στο χασίς. Γίνεται κατανοητό ότι τα τραγούδια αυτά είχαν επιτυχία και στο πάλκο αλλά και δισκογραφικά. Πράγμα που σημαίνει ότι υπήρχε οικονομικό όφελος για τον δημιουργό, από την "χαρτούρα" στο πάλκο και από τις πωλήσεις των δίσκων (το όφελος από τους δίσκους ήταν σχεδόν πάντα μικρό).

 

Ο Σωτήρης Γαβαλάς ακολουθώντας την τάση που προαναφέρθηκε, μάλλον ξεπερνά τα μέχρι τότε όρια και θέλοντας να εντυπωσιάσει, βάζει την ηρωϊνη στο τραγούδι και μάλιστα στον τίτλο του. Δίνει λοιπόν την εντύπωση ότι δημιούργησε ένα τραγούδι που αναφέρεται στο χασίς και στις διώξεις των αρχών - αναλόγου ύφους τραγούδια, όπως προαναφέρθηκε, υπάρχουν αρκετά - και σε δ⛵ο σημεία του στίχου και στον τίτλο προσέθεσε την λέξη ηρωϊνη.

 

Το τραγούδι χαρακτηρίζεται από υπερβολή και ίσως κάποια αφέλεια. Ο πρωταγωνιστής λαθρέμπορος δεν φαίνεται να έχει στόχο το κέρδος, αλλά να προκαλέσει, να "πικάρει" τις αρχές. Ετσι βάζει και τις δύο ουσίες μαζί, που έχουν κοινό γνώρισμα ότι είναι παράνομες. Εξάλλου, το "λαθρεμπορικό του μέγεθος" περιορίζεται στην ηρωϊνη που χωρά στα κούφια τακούνια των παπουτσιών του και στις "δύο σακούλες με μαυράκι" που ράβει στο σακκάκι του. Από το υλικό που διαθέτουμε, είναι το μοναδικό ρεμπέτικο τραγούδι που δείχνει να διάκειται θετικά στις "σκληρές" ουσίες.

 

Παίρνοντας υπ΄όψιν την υπερβολή, την αφέλεια και το γρήγορο, χαρούμενο ρυθμό του τραγουδιού (καρσιλαμάς), διακρίνουμε μία σατυρική διάθεση, που μπορεί τελικά να ήταν και στόχος του δημιουργού. Δυστυχώς δεν διαθέτουμε στοιχεία για το πώς υποδέχτηκε το κοινό τον δίσκο των 78 στροφών, όταν δόθηκε στην αγορά το 1935.

 

Παρολ΄ αυτά, με όποια ερεθίσματα ή κίνητρα κι αν έγραψε το τραγούδι αυτό ο Σ. Γαβαλάς, δεν παύει να είναι η πρώτη καταγραφή της ηρωϊνης στην Ελληνική δισκογραφία. Δεν παύει να είναι η αντανάκλαση μιας πραγματικότητας, ενός φαινομένου που είχε αρχίσει να αναπτύσσεται στα αστικά κέντρα της Ελλάδας από τις αρχές του αιώνα και που παρουσίασε έξαρση στα χρόνια του Μεσοπολέμου.

 

 

5ο ΤΡΑΓΟΥΔΙ

 

ΠΕΝΤΕ ΜΑΓΚΕΣ - Χασάπικο - 1935

 

Γ. Τσαούς - εκτελ. Αν. Καλυβόπουλος

 

Πέντε μάγκες του Περαία, πέρναγαν απ΄ τον τεκέ.

Ενας ειπ΄ απ΄ την παρέα, πα΄ να πιούμε ν΄ αργιλέ.

 

Μπήκαν μέσα, να φουμάρουν φώναξαν τον τεκετζή.

Φτιαξ΄ εν΄ αργιλέ αφράτο, με Περσίας τουμπεκί.

 

-                      Γειά σου Αντωνάκη μου Λεβέντη !

 

Δύο τάληρα του δίνεις, τρία θα πληρώσουμε.

Αν η γκλάβα θα γεμίσει, θα σε προτιμήσουμε.

 

Φούμαραν και ήταν τζούρα φώναξαν τον τεκετζή.

Δεν κατάλαβαν μαστούρα, ήταν σκέτο τουμπεκί.

 

-                      Γειά σου Γιαβάν Τσαούς !

 

Ετσι νόμιζες πώς έχεις τίποτα κορτάκηδες.

Ούτε πιτσιρίκια έχεις, μήτε και πρεζάκηδες.

 

R

Πάν(ω) εκεί στου Κουνελάκη, έχω ζούλα ν΄ αργιλέ,

Πάμε μάγκες να τον πιούμε να μην άμε στον τεκέ.

 

R

Αν μας κλείσουν τους τεκέδες Πειραιά, Κρεμμυδαρού,

Τότε πια θα κουβαλάω στη σπηλιά την κουρελού.

 

 

Κουνελάκη: ύψωμα στη Δραπετσώνα

Κρεμμυδαρού: η Δραπετσώνα

Τουμπεκί: καπνός για αργιλέ

 

Τραγούδι που αναφέρεται στη χρήση χασίς. Πέντε μάγκες πηγαίνουν σε τεκέ να καπνίσουν. Ο τεκετζής τους προσφέρει αργιλέ χωρίς χασίς, παρά μόνο καπνό (τουμπεκί). Και αυτοί του λένε ότι δεν μπορεί να τους κοροϊδέψει. ΄Οτι κάνει λάθος αν νομίζει ότι είναι "κορτάκηδες" (επιδειξίες, φιγουρατζήδες) ή "πιτσιρίκια" (που δεν γνωρίζουν το χασίς). Ούτε είναι βέβαια "πρεζάκηδες" (όπου ο οποιοσδήποτε τους πωλεί οτιδήποτε ως ηρωϊνη και αυτοί το αποδέχονται και το χρησιμοποιούν χωρίς να ενδιαφέρονται για την ποιότητα της ουσίας). Τέλος το τραγούδι αναφέρεται στις νομοθετικές αποφάσεις για κλείσιμο των τεκέδων. ΄Ετσι, από την μία πλευρά η νοθεία των τεκετζήδων, από την αλλή οι διώξεις, τους αναγκάζουν να κάνουν χρήση με δικά τους μέσα, μακριά από την πόλη, σε κάποια σπηλιά.

Εδώ μιλούν οπωσδήποτε υποτιμητικά για τους "πρεζάκηδες". ΄Αλλωστε ο τίτλος του "πρεζάκια" από μόνος του ήταν υποτιμητικός έως υβριστικός.

 

Αν οι δημιουργοί του ρεμπέτικου εκφράζουν με τα τραγούδια τους αυτό που ζούν καθημερινά οι ίδιοι και τα λαϊκά στρώματα,ο Γιοβάν Τσαούς   μπορεί να θεωρηθεί από τους πλέον αξιόπιστους εκφραστές της πραγματικότητας, εφ΄ όσον ο ίδιος δεν είχε λόγους δισκογραφικούς ή καλλιτεχνικούς - οικονο╞ικούς να προσαρμοστεί σε ρεύματα ή τάσεις της εποχής.

 

·                      Ο Γιοβάν Τσαούς  ( Γιάννης Εϊτζιρίδης ή Ετσειρίδης, Κασταμονή Πόντου 1893 - Κοκκινιά 1942) ράφτης το επάγγελμα, δεν δούλεψε ποτέ στην Ελλάδα σαν επαγγελματίας μουσικός. Στη δισκογραφία πέρασε μόλις 12 τραγούδια, όλα πριν την επιβολή της λογοκρισίας από το Μεταξά.

 

Ανάλογη πορεία είχε και ο ερασιτέχνης τραγουδιστής Αντώνης Καλυβόπουλος (Σμύρνη 1902 - Αθήνα 1959), μηχανουργός το επάγγελμα, με 6 τραγούδια στην δισκογραφία, όλα του Γιοβάν Τσαούς.

 

 

6ο ΤΡΑΓΟΥΔΙ

 

ΕΓΩ ΘΕΛΩ ΠΡΙΓΚΙΠΕΣΣΑ - Χασάπικο - 1935

 

Π. Τούντα -  εκτελ. Στελλάκης Περπινιάδης

 

Στην Ελλάδα δε μπορώ.

 

Θα μου πάρει μπαγλαμά.

Μία γυναίκα για να βρώ.

 

Φίλντισι και μάλαμα

'Εχει όμορφες πολλές.

 

  Κι ότι άλλο θέλω εγώ

Μα είναι μάνα μου φτωχές.

 

Μάνα μου να σε χαρώ.

Εγώ θέλω πριγκιπέσσα

 

Πεντακόσιοι ντερβισάδες

Από το Μαρόκο μέσα

 

Θα μας φτιάνουν τους λουλάδες.

Να ΄ χει λίρα με ουρά

 

Να φουμάρουμε γλυκά.

Να γυναίκα μια φορά

 

Στο χρυσό μας τον οντά.

Πέρσι πέρασ΄ από δω.

 

Εγώ θέλω πριγκιπέσσα

Κι έψαχνε να βρεί γαμπρό.

 

Από το Μαρόκο μέσα.

Χωρίς να το ξέρω εγώ.

 

Να ΄ χει λίρα με ουρά.

Μάνα μου να σε χαρώ.

 

Να γυναίκα μια φορά.

 

Με είδε κάτου στο Πειραία

Στου Τσελέπη με παρέα

Κι από τότε μ΄ αγαπά.

Και μου στέλνει και λεφτά.

 

Θα με κάνει βασιληά.

Πέρα ΄ κει στην Αραπιά.

Κι όλα της θα τα ΄ χω εγώ

Μάνα μου να σε χαρώ.

 

Δεκαοχτώ βαγόνια λίρες

Κοκαϊνες και νταμίρες.

Κάθε είδους αργιλέ

Με διαμάντια όλο ντουμπλέ

 

Νταμίρα: χασίς

 

Παναγιώτης Τούντας ( Σμύρνη 1886 ;  - Αθήνα 1942) φημισμένος μουσικός, με 300 τραγούδια στη δισκογραφία. Από το 1924 ήταν διευθυντής του Ελληνικού παραρτήματος της ΟDEON και κατά την περίοδο 1931 - 1940 διευθυντής της COLUMBIA.

 

Είναι ένα τραγούδι όπου ο δημιουργός φαντασιώνει. Παρατηρείται ένας έντονος εξωτισμός και κατά συνέπεια φυγή. Υπάρχουν αρκετά τραγούδια, και μεταπολεμικά που κινούνται σε αυτό το κλίμα. Είναι το γνωστό παραμύθι με το πριγκιπόπουλο, μόνο που στην περίπτωση μας γίνεται πριγκιπέσσα.

 

Ο Πειραιάς είναι το κέντρο συγκέντρωσης μεταναστών και προσφύγων. Δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η φτώχεια, η ανέχεια, η αβεβαιότητα. Εκεί λοιπόν συχνάζει ο υποψήφιος βασιληάς του Μαρόκου, όπως λέει στην πέμπτη στροφή. Με τις κραυγαλέες υπερβολές και το πικρό χιούμορ μάλλον διασκεδάζει τη φτώχεια και τις στερήσεις του ή διασκεδάζει μ΄αυτές. Οι "κοκαϊνες" και οι "νταμίρες" αναφέρονται ως ένδειξη πλούτου και πολυτέλειας, μαζί με τις λίρες, τα διαμάντια κ.λ.π. Είναι άλλωστε γνωστό ότι η κοκαϊνη θεωρείτο ουσία των πλουσίων και της αριστοκρατίας.

 

 

7ο ΤΡΑΓΟΥΔΙ

 

ΦΕΡΤΕ ΠΡΕΖΑ (ΝΑ ΠΡΕΖΑΡΩ) - Καλαματιανό - 1933

 

Π. Τούντα    -   εκτ. Σ. Περπινιάδης

 

Μη μ΄ αρωτάτε βλάμηδες γιατί όλο συλλογιέμαι.

Καραγιαγκίνι μεσ΄ την καρδιά, έχω και τυραννιέμαι.

 

Αχ φέρτε πρέζα να πρεζάρω.

Και χασίσι να φουμάρω.

Μ΄ έχει λωλό το Ερηνάκι.

 

Με το μουσμουλί γοβάκι.

 

R

Βρε του μιλάω δε μου ξηγιέται.

Σκάει απ΄ τα γέλια κι όλο κουνιέται.

Φέρτε πρέζα να πρεζάρω.

 Και χασίσι να φουμάρω.

 

Ο μερακλής ο άνθρωπος πονεί μα δεν το λέγει.

Κι αν τραγουδά, ρε ψεύτη ντουνιά, μέσα η καρδιά του κλαίει.

 

R

 

- Γειά σου Ναύτη !

 

[May be section missing]

 

Πρόκειται για ερωτικό τραγούδι του Π. Τούντα. Περιγράφει το ερωτικό πάθος (σε πρώτο πρόσωπο) που δεν βρίσκει ανταπόκριση. Μεσ’ την καρδιά δεν έχει απλά «γιαγκίνι» (πυρκαγιά, φωτιά), αλλά «καραγιαγκίνι». Εδώ το «καρά» πρέπει να το εκλάβουμε σαν υπερθετικό, που θέλει να δείξει την ένταση και το μέγεθος.

 

Συναντάμε και πάλι την ταυτόχρονη χρήση χασίς και «πρέζας», όπως στο τραγούδι «Ηρωϊνη και μαυράκι».

 

Οπωσδήποτε, στο τραγούδι διακρίνεται κάποια υπερβολή, δίνοντας την εντύπωση ότι ο ήρωας θέλει να εκβιάσει τη μη ανταποκρινόμενη στον έρωτά του.

 

Στη θέση του «θα πεθάνω», θα χαθώ, θα βάλω τέλος στη ζωή κ.λ.π.». Ο πρωταγωνιστής λέει «Φέρτε πρέζα να πρεζάρω και χασίσι να φουμάρω».

 

Ίσως πάλι να διακωμωδεί εν μέρει την κατάσταση θέλοντας να ελαφρύνει το κλίμα.

Πάντως, το ότι ο Π. Τούντας επιλέγει το συγκεκριμένο τίτλο είναι σαφές ότι θέλει να 5προκαλέσει τον ακροατή.

 

Στο τραγούδι δε φαίνεται ότι ο ήρωας χρησιμοποιεί «πρέζα», αλλά ότι θέλει να χρησιμοποιήσει ή πάλι ότι απειλεί να χρησιμοποιήσει.

 

Το τραγούδι φωνογραφήθηκε άλλες δύο φορές το 1934 στη «γυναικεία» εκδοχή του, με κάποιες αλλαγές στο στίχο και βέβαια με γυναικείες φωνές.

 

8ο ΤΡΑΓΟΥΔΙ

 

ΟΥΖΟ – ΧΑΣΙΣ – Ζεϊμπέκικο – 1933

 

Τσάμας – εκτελ. Ρόζα Εσκενάζυ

 

Ούζο, μορφίνη και χασίς, αμάν, αμάν, ήπια για να ξεχάσω.

Μα δεν κατόρθωσα η φτώχεια, κοντεύω να τα χάσω.

 

Τι μάγια μου’ κανες, αμάν, αμάν και μ’ έχεις ξετρελλάνει.

Μέχρι φιλής μου τα ‘ φαγες κι ακόμα δε σε φτάνει.

 

Αφού μιαν άλλη αγαπάς, αμάν, αμάν, τι θέλεις πια μ’ εμένα.

Ούτε δεκάρα τσακιστή, δεν έχω πιά για σένα.

 

Ηύρα παιδάκι «τζέντελμαν», αμάν, αμάν, να μ’ αγαπάει στ’ αλήθεια.

Είναι εργάτης ξακουστός κι έχει καρδιά στα στήθεια.

 

-                      Ωωπα αχ !

-                      ΄Αντε να ζήσουν τα’ αγόρια !

 

 

 

Ρόζα Εσκενάζυ (Κωνσταντινούπολη 1883 ; -  Αθήνα 1980) με τον απλησίαστο αριθμό των 600 περίπου τραγουδιών στη δισκογραφία, όλων των σπουδαίων δημιουργών της εποχής.

 

Η ηρωϊδα του τραγουδιού περιγράφει τον παράφορο έρωτά της, για κάποιον που όχι μόνον δεν ανταποκρίνεται αλλά επιπλέον την εκμεταλλεύεται.

 

Για να ξεχάσει λοιπόν ήπιε (στο παρελθόν) ούζο, μορφίνη και χασίς, χωρίς όμως να έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα της λήθης. Μη λησμονούμε ότι η μορφίνη έχει καταγραφεί ως γιατρικό για μεγάλους πόνους. Τέλος βρίσκει διέξοδο στη σχέση που συνάπτει  με κάποιον που είναι εργάτης και έχει «αληθινά» αισθήματα.

 

Το τραγούδι είναι του Τσάμα (ψευδώνυμο του Μίνωα Μάτσα) και είναι το μοναδικό όπου αναφέρεται η μορφίνη.

 

Όπως και στο «Φέρτε πρέζα» του Π. Τούντα περιγράφεται μια οριακή κατάσταση ερωτικού πάθους μόνον που εδώ βρίσκεται λύση και το τραγούδι τελειώνει αισιόδοξα.

 

Η εντύπωση που μένει στον ακροατή είναι αφ’ ενός το ερωτικό – συναισθηματικό αδιέξοδο και αφ’ ετέρου η απάντηση – λύση που βρίσκεται στον κόσμο της εργασίας που είναι ειλικρινής, συναισθηματικός, εργατικός, εννοώντας βέβαια ότι ο μη ανταποκρινόμενος εραστής δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία ανθρώπων ή σ’ αυτό το κοινωνικό στρώμα και δεν διαθέτει αυτά τα γνωρίσματα.

 

Η χρήση μορφίνης, χασίς και αλκοόλ είναι σαφές ότι έρχεται σε δεύτερη μοίρα.

 

Να υποσημειωθεί ότι συναντώνται αρκετά τραγούδια ανάμεσα στα ρεμπέτικα που διάκεινται θετικά στην εργατική τάξη.

 

9o ΤΡΑΓΟΥΔΙ

 

ΓΙΑΤΙ ΦΟΥΜΑΡΩ ΚΟΚΑΪΝΗ – 1932

 

Π.Τούντας – εκτελ. Ρ. Εσκενάζυ

 

Πού ειν’ εκείνα μου τα κάλλη.

Πού είναι η τόση μ’ εμορφιά.

Στην Αθήνα δε είχ(ε) άλλη.

Τέτοια λεβεντιά.

 

Ήμουν κούκλα, ναι στ’ αλήθεια.

Με μεγάλη αρχοντιά.

Δε(ν) σας λέω παραμύθια.

Τρέλλανα ντουνιά.

 

Μα μ’ έμπλεξ’ ένας μόρτης

Αχ ένας μάγκας πρώτης.

Μου πήρε ό,τι είχα και μ’αφήνει

 

Μου πήρε την καρδιά μου.

Τα νειάτα τα λεφτά μου

Κι απ’ τον καημό φουμάρω κοκαϊνη.

 

Μ’ αγαπούσαν αφεντάδες

Νέοι, γέροι και παιδιά.

Κι  ολ’ οι πρώτοι κουβαρντάδες.

Μεσ’ την αγορά.

 

Αχ, τι όμορφα περνούσα

Με τραγούδια και κρασί,

Κάθε μέρα εγλεντούσα

Τι ζωή χρυσή!

 

Και τώρα η καϋμένη.

Γυρίζω μαραμένη.

Γιατ(ί) ο σεβντάς του μάγκα

δεν μ’ αφήνει.

 

Με τρέλλανε ο μόρτης

Ο κοκαϊνοπότης

Γι’ αυτό κι εγώ φουμάρω

ΚοκαΙνη.

 

Αχ ανάθεμά σε κοκαϊνη που μ’ έφαγες τη φτωχεία!

 

Είναι το πρώτο χρονολογικό τραγούδι που αναφέρεται στην κοκαϊνη.

 

Σε πρώτο πρόσωπο μία γυναίκα, προφανώς πόρνη (που την αγαπούσαν, αφεντάδες, νέοι, γέροι και παιδιά) αφηγείται πώς ζούσε ώσπου έμπλεξε στον έρωτα ενός κοκαϊνοπότη και άρχισε τη χρήση κοκαϊνης, με οδυνηρά αποτελέσματα για την ίδια.

 

Όπως στον «Λαθρέμπορα» του Β. Παπάζογλου, έτσι και εδώ αναφέρεται η έκφραση  « Τι όμορφα  περνούσα, με τραγούδια και κρασί». Μιλά για το παρελθόν πριν αρχίσει τη χρήση κοκαϊνης, λειτουργώντας έτσι αποτρεπτικά στον ακροατή. («Τι όμορφα που πέρναγα μ’ εκείνο το μαυράκι» λέει ο λαθρέμπορας του Β. Παπάζογλου).

 

Με το τραγούδι αυτό έρχεται στο προσκήνιο ένα γνωστό θέμα που συναντάμε και σήμερα: Τη σχέση πορνείας – ψυχοτρόπων ουσιών και το αντίστροφο.

 

Η εξαρτημένη εντοπίζει τα αίτια της εξάρτησης και των παρενεργειών της, στον έρωτά της για έναν κοκαϊνοπότη που την παρέσυρε και τώρα την αφήνει. Θεωρείται λοιπόν υπαίτιος κάποιος τρίτος στον οποίο και μετατίθεται το «πρόβλημα». Με την περιγραφή της μιζέριας και του αδιεξόδου ζητά από τον ακροατή να τη λυπηθεί και να τη δικαιολογήσει.

 

Πιστεύουμε ότι το τραγούδι αυτό, αν δεν κυριολεκτεί, βρίσκεται πολύ κοντά στο κλίμα, στη νοοτροπία και στις στάσεις που δημιουργεί η εξάρτηση.

 

10ο  ΤΡΑΓΟΥΔΙ

 

ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΜΕ ΤΟ ΧΑΡΟ – Ζεϊμπέκικο – 1936

 

Π. Τούντας – εκτελ. Κώστας Ρούκουνας

 

Τον χάρο τον αντάμωσαν πεντ-έξη χασικλήδες

Και τον ρωτούσαν πώς περνούν στον Άδη οι μερακλήδες.

 

Πες μας, βρε χάρε, να χαρείς το μαύρο σου σκοτάδι,

Έχουν χασίσι, έχουν λουλά οι βλάμηδες στον Άδη;

 

Πες μας αν έχουν μπαγλαμά, μπουζούκια να γλεντάνε,

έχουν ντεκέδες, έχουν τσαρδί, που παν’ και την τραβάνε;

 

Πες μας αν έχουν γκόμενες, μανίτσες να γουστάρουν

τον ναργιλέ να κάνουνε, ντουζένι να φουμάρουν;

 

Πες μας, βρε χάρε, να χαρείς, τι κάνουνε τ’ αλάνια

Βρίσκουν νταμίρα, έχουν λουλά για καθόνται χαρμάνια;

 

Πάρε δυο δράμια Προυσαλιό και πέντε μυρωδάτο

και δώσε να φουμάρουνε τ’ αδέλφια μας κει κάτω.

 

Κι όσοι μαχαιρώθηκαν και πήγανε στον Άδη,

για πες μας γιατρευτήκανε για λιώσαν στο σκοτάδι;

 

Κι όσοι από καρασεβντά τρελλάθηκαν και πάνε

Πες μας τους πέρασε ο νταλγκάς γι’ ακόμα αγαπάνε;

 

Πες μας τι κάνουν οι φτωχοί πρεζάκηδες κι εκείνοι;

Πάρε να δώσεις και σ’ αυτούς λιγάκι κοκαϊνη.

 

 

Κώστας Ρούκουνας, τραγουδιστής – μουσικός – συνθέτης ( Σάμος 1904 – Αθήνα 1984) με 180 τραγούδια μέχρι το 1960.

 

Πρόκειται για έναν διάλογο με το χάρο, θέμα που συναντάται και στα δημοτικά τραγούδια.

 

Εδώ έχουμε διάλογο «χασικλήδων» με τον χάρο. Τον ρωτούν λοιπόν πρώτα απ’ όλα για τους φίλους τους, που  βρίσκονται στον Άδη, του δίνουν μάλιστα για χαιρετίσματα «…δύο δράμια Προυσαλιό (χασίς) και πέντε δράμια μυρωδάτο (χασίς).

Στη συνέχεια τον ρωτούν για τους μαχαιρωμένους και αυτούς που έφυγαν από «καρασεβντά». Τέλος, όχι τυχαία, τον ρωτούν τι κάνουν «οι φτωχοί πρεζάκηδες» και του δίνουν για χαιρετίσματα «λιγάκι κοκαϊνη».

 

Και αυτό το τραγούδι ουσιαστικά αναφέρεται στους χρήστες χασίς και μεταξύ των άλλων με μία ιεράρχηση κοινωνική, ίσως και ηθική, στους υπόλοιπους αποδημήσαντες. Την τελευταία θέση καταλαμβάνουν «οι πρεζάκηδες» που χαρακτηρίζονται «φτωχοί»,  όχι  οικονομικώς βέβαια. Κοντολογίς έχουμε τη γνώμη των χρηστών χασίς, αλλά όχι μόνο αυτών, για τους εξαρτημένους από «πρέζα». Τους τοποθετούν απ’ ότι  φαίνεται στο κατώτερο σημείο της κοινωνικής πυραμίδας και ταυτόχρονα τους οικτείρουν. Θεματικά και μουσικά (ζεϊμπέκικο 8/8) είναι ένα ιδιαίτερο τραγούδι. Δεν είναι τυχαία η επαναφορά του στη δισκογραφία τη δεκαετία του ’60 αλλά και αργότερα, με αλλαγμένο βέβαια στίχο λόγω της λογοκρισίας.

 

11ο ΤΡΑΓΟΥΔΙ

 

ΕΙΜΑΙ ΠΡΕΖΑΚΙΑΣ (Τσιφτετέλι) – 1935

 

Ν. Δέλτα – Σ. Ψυριώτη – εκτελ. Ρόζα Εσκενάζυ

 

Από το βράδυ ως το πρωϊ.

Με πρέζα στέκω στη ζωή.

Κι όλο τον κόσμο κατακτώ.

Την άσπρη σκόνη σα ρουφώ.

 

Όλος ο κόσμος είναι θύμα μου,

Σαν έχω πρέζα και ρουφάω.

Κι οι πολιτσμάνοι όταν θα με δουν,

Μελάνι αμολάω.

 

Σαν μαστουρωθείς.

Γίνεσαι ευθύς.

Βασιλιάς, δικτάτορας.

Θεός και κοσμοκράτορας.

 

Πρέζα όταν πιεις.

Ρε θα ευφρανθείς.

Κι όλα πια στον κόσμο ρόδινα θε να τα δεις.

 

-                      Ωχ, θα πρεζάρω αδερφέ μου, μέχρι Ανάσταση.

 

 

Δική μου είναι η Ελλάς.

Και στη κατάντια της γελάς.

Της λείπει το ‘ να της ποδάρι.

Ρε και το παίξανε στο ζάρι.

 

Εγώ θα είμαι ρε διχτάτορας

Κι ο κόσμος στάχτη, αχ, ας γίνει

Ο ένας θα μ’ ανάβει το λουλά

κι ο άλλος θα το σβήνει.

 

-                      Ρόζα μου για σένα έγινα πρεζάκιας

-                      Ωχ…ωχ !

 

Πρόκειται για τραγούδι από τα ελάχιστα που γράφτηκαν εκείνη την εποχή και παραπέμπουν στη Μικρασιατική καταστροφή και στις κοινωνικές επιπτώσεις της. Τραγούδι με έντονο πολιτικό χαρακτήρα, επιθεωρησιακό ύφος και ακραίο σαρκασμό.

 

Οι δημιουργοί του Ν. ΔέλταςΣ. Ψυριώτης (ψευδώνυμα), τα πραγματικά τους ονόματα Αιμίλιος ΣαββίδηςΣώσος Ιωαννίδης, ανήκουν στους δημιουργούς της Ευρωπαϊκής μουσικής. Η θέση τους στον καλλιτεχνικό χώρο της Ελλάδας και το θέμα του τραγουδιού ίσως είναι η αιτία που υπογράφουν με ψευδώνυμα. Την περίοδο αυτή, από την κρατούσα ιδεολογία, θεωρείται τουλάχιστον απαράδεκτο «ευρωπαϊστές» δημιουργοί να γράφουν τραγούδια παρόμοια των λαϊκών «ανατολιτών» δημιουργών.

Της Ελλάδας λοιπόν «της λείπει τόνα της ποδάρι» δηλαδή η Μ. Ασία, γιατί «της το παίξανε στο ζάρι». Η αιχμή μάλλον απευθύνεται εκτός συνόρων.

 

Η «πρέζα», χωρίς να διευκρινίζεται το είδος της, είναι το μέσον φυγής από την αθλιότητα που έζησαν και εξακολουθούν να ζούν πρώτα και κύρια οι Μικρασιάτες πρόσφυγες και κατ’ επέκταση οι υπόλοιποι ΄Ελληνες: Το πάγωμα από τη συμφορά που τους βρήκε, ο πόνος, η κούραση, η απόγνωση, ο θυμός, τα  αναπάντητα «γιατί», το απερίγραπτο, η αδυναμία που νιώθει ο ανίσχυρος, η αδυναμία να θρηνήσει, η αδυναμία ακόμη και να πενθήσει.(μέχρι πριν λίγα χρόνια ακούγονταν από το ραδιόφωνο, στις αναζητήσεις του Ε.Ε.Σ. οι εκκλήσεις συγγενών για αγνοούμενους από το 1922). Όλ’ αυτά περιελήφθησαν σε ένα τραγούδι – κραυγή που προτείνει την αποχή και την αδιαφορία. Οι δημιουργοί του για να αποφύγουν και να αντέξουν αυτό που συνέβη, αναζητούν στηρίγματα στη φαντασιακή σφαίρα, προκειμένου αφ’ υψηλού να τα δουν όλα ρόδινα. Φαινομενικά το τραγούδι υπερθεματίζει την «πρέζα». Ουσιαστικά περιγράφει την ψυχική κατάσταση στην οποία περιήλθαν οι πρόσφυγες και προκαλεί μέσα από την υπερβολή τους ιθύνοντες. Εξάλλου, η υπερβολή χαρακτηρίζει ολόκληρο το τραγούδι. Οι λέξεις και οι εκφράσεις όπως ¨τον κόσμο κατακτώ», «ο κόσμος είναι θύμα μου», «Γίνεσαι βασιλιάς, δικτάτορας, θεός και κοσμοκράτορας», «Δική μου είναι η Ελλάς», «Ο κόσμος στάχτη ας γίνει», το δείχνουν με τον πιο πειστικό τρόπο.

 

Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες και οι εξαρτημένοι, σε ό,τι αφορά στα βιώματα, είχαν πολλά κοινά σημεία:

- Η απώλεια της πατρικής στέγης και γης. – Το παιχνίδι με το θάνατο, ο ίδιος ο θάνατος. -οι οριακές καταστάσεις, η καταστρατήγηση αρχών, κανόνων, ορίων, αξιών.- Η στέρηση. – Η σκαιά αντιμετώπιση της κοινωνίας και του κράτους. Αυτά είναι μερικά από τα κοινά σημεία, έστω κι αν είχαν διαφορετική αφετηρία.

 

Τα μηνύματα που λαμβάνουν και το ένστικτο οδηγούν τους δημιουργούς να γράψουν το παραπάνω τραγούδι. Διαλαλώντας από τον τίτλο του ακόμη «Είμαι πρεζάκιας» αντί του «Είμαι πρόσφυγας», τίτλος που ίσως να ταίριαζε περισσότερο.

 

Και εδώ συναντάμε παράλληλη χρήση χασίς και «πρέζας» πράγμα που δυναμώνει την άποψη ότι το τραγούδι δεν έχει σαν στόχο τις ουσίες και την εξάρτηση αλλά την πολιτική, κοινωνική και ψυχική κατάσταση των προσφύγων.

 

Παρ’ ότι το τραγούδι είναι πολιτικό, δίνει σημαντικά στοιχεία για το χώρο της εξάρτησης και βέβαια την συνταρακτική ομολογία «με πρέζα στέκω στη ζωή».

 

Θεωρούμε  ότι είναι ένα από τα τραγούδια με τον πλέον τραγικό στίχο που πέρασε στην Ελληνική δισκογραφία.

 

Την δεκαετία του ’80 το επανέφεραν νεότεροι, καλλιτέχνες με αλλαγές στο στίχο λόγω λογοκρισίας.

 

12Ο  ΤΡΑΓΟΥΔΙ

 

Ο ΠΡΕΖΑΚΙΑΣ – Χασάπικο – 1935

 

Γ. Τσαούς – Α. Καλυβόπουλος

 

Γεια σου Γιοβάν Τσαούς με την πεννιά σου!

 

Είμαι πρεζάκιας μάθε το, μα όπου και αν πάω.

Όλοι φύγε με λέγουνε, νομίζουν θα τους φάγω.

 

Με βλέπουν και σιχαίνονται, μα ‘γω δυάρα δεν δίνω.

Την πρέζα μόνο να τραβώ και ότι θέλει ας γίνω.

 

Μεσ’ το βαγόνι κάθομαι, για  σπίτι δεν θυμούμαι.

Κι ένα τσουβάλι βρώμικο, το στρώνω και κοιμούμαι.

 

Τα ρούχα μου ελειώσανε, φάνηκε το κορμί μου.

Η πρέζα με φαρμάκωσε τελείως τη ζωή μου.

 

Χαρμάνης όταν κάθουμαι, πώς σκέφτομαι την πείνα,

σα μαστουρώσω βρε παιδιά, δική μου είν’ η Αθήνα.

 

Σαν αποθάνω φίλε μου, έρχετ’ Αστυνομία.

Με κάρο σκουπιδιάρικο και κάνει την κηδεία.

 

-   Γεια σου Αντώνη μου δερβίση!

 

Είναι γνωστό, από διαφορετικές πηγές, ότι στα χρόνια του Μεσοπολέμου εξαρτημένοι έβρισκαν καταφύγιο στα σταθμευμένα βαγόνια του τρένου στο σιδηροδρομικό σταθμό του Πειραιά. Η κατάσταση που επικρατούσε εκεί περιγράφεται  στα  αποσπάσματα ενός κειμένου που έχει γραφτεί από κάποιον άγνωστο τοξικομανή και δημοσιεύθηκε από τον Κ. Βάρναλη στο βιβλίο του «Αληθινοί άνθρωποι» (σελ. 215 εκδ. Κέδρος 1978). Ακριβώς την ίδια κατάσταση περιγράφει το τραγούδι του Γ. Τσαούς «Ο πρεζάκιας».

 

Ο Γ. Τσαούς κατοικούσε απέναντι από το Σιδηροδρομικό Σταθμό. Η σύζυγος του, που από το σπίτι της έβλεπε καθημερινά την εξαθλίωση, τη μιζέρια και το θάνατο αυτών των ανθρώπων, έγραψε τους στίχους του τραγουδιού. Χωρίς υπερβολές, με τα μάτια του πλέον αντικειμενικού παρατηρητή, μας μεταφέρει θλιβερές εικόνες από τη ζωή των τοξικομανών.

 

Η αφήγηση είναι σε πρώτο πρόσωπο. Στην πρώτη στροφή «Ο πρεζάκιας» περιγράφει την αντιμετώπιση που έχει από την κοινωνία. Στη δεύτερη την εξωτερική του εμφάνιση και τις συνθήκες διαβίωσής του. Στην τρίτη στροφή αναφέρεται στην κατάσταση στέρησης και στην κατάσταση επήρειας από την ουσία. Τέλος περιγράφει το θάνατο και την κηδεία του. Τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται το τραγούδι και ο τρόπος περιγραφής δεν πείθουν για την σε πρώτο πρόσωπο αφήγηση. Είναι μία «από τα έξω» ρεαλιστική περιγραφή του τοξικομανή. Ανεξαρτήτως του προηγούμενου σχολίου, «Ο πρεζάκιας» του Γ. Τσαούς είναι ένα μοναδικό τραγούδι  ως προς το θέμα του αλλά και τη μουσική του.

 

13ο ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΠΡΕΖΑΚΙΑ – Χασάπικο – 1935

 

Αν. Δελιά – εκτελ. Αν. Δελιάς

 

Απ’ τον καιρό που άρχισα την πρέζα να φουμάρω.

Ο κόσμος μ’ απαρνήθηκε, δε ξέρω τι να κάνω.

 

Όπου σταθώ κι όπου βρεθώ ο κόσμος με πειράζει.

Και η ψυχή μου δεν κρατά πρέζα να με φωνάζει

 

-                      Γεια σου μαγκίτη μου Ανέστο!

 

Απ’ τη μυτιά που τράβαγα άρχισα και βελόνι.

Και το κορμί μου άρχισε σιγά – σιγά να λειώνει.

 

-                      Αχ! Μ’ έφαγες πρέζα.

 

Τίποτε δε μ’ απόμεινε στο κόσμο για να κάνω.

Αφού η πρέζα μ’ έκανε στους δρόμους να πεθάνω.

 

Ο Ανέστης Δελιάς (Σμύρνη 1912 – Αθήνα 1944) με 9 τραγούδια στη δισκογραφία μεταξύ 1935 – 1936, είναι ο μοναδικός από τους λαϊκούς δημιουργούς, μουσικούς και τραγουδιστές που εξαρτήθηκε από την ηρωϊνη. Αυτή ήταν άλλωστε και η αιτία του θανάτου του. Ο ίδιος έτυχε των «θεραπευτικών» μεθόδων της δικτατορίας του Μεταξά. Φυλακίστηκε, λόγω της χρήσης ηρωϊνης, και εξορίστηκε στην Ίο. (Η Ίος κατά την περίοδο 1938 – 1941 αποτελούσε τόπο εξορίας τοξικομανών). Σύμφωνα με μαρτυρίας φίλων του ο Αν. Δελιάς μυήθηκε στην ηρωϊνη από μια φίλη του που εργαζόνταν στα πορνεία των Βούρλων.( Έχουμε δηλαδή την αντίστροφη ιστορία από αυτό που περιγράφει ο Π. Τούντας στο τραγούδι που προαναφέραμε «Γιατί φουμάρω κοκαϊνη». Εδώ μια πόρνη εισάγει τον A. Δελιά στον χώρο των «σκληρών» ναρκωτικών). Οι ίδιες μαρτυρίες μας πληροφορούν ότι ο Δελιάς δεν ήταν τοξικομανής  όταν έγραφε το τραγούδι «Ο πόνος του πρεζάκια», και πιθανόν να αληθεύουν. Όμως εξετάζοντας το στίχο με προσοχή και συγκρίνοντάς τον με τα άλλα τραγούδια που παρουσιάσαμε προηγουμένως, διαπιστώνουμε ότι το τραγούδι αυτό είναι το πλησιέστερο, αν δεν συμπίπτει, στις εκφράσεις, στη νοοτροπία, στην ψυχική κατάσταση των εξαρτημένων από ηρωϊνη. Ο Αν. Δελιάς γράφοντας αυτούς τους στίχους δείχνει ότι ήταν πολύ κοντά στο χώρο των εξαρτημένων.

 

Γενικότερα, το αίσθημα της στέρησης (ένα κατ’ εξοχήν εξαρτητικό γνώρισμα) το συναντάμε και σε άλλα τραγούδια του, όπως: «Σούρα και μαστούρα» 1935, «Τον άντρα σου κι εμένα» 1936.Μερικά ακόμη στοιχεία που πιθανώς μπορούν να ληφθούν υπόψιν, ως προς το αίσθημα στέρησης, είναι ο ρυθμός που έχουν τα περισσότερα τραγούδια του (γρήγορα ζεϊμπέκικα και χασάπικα) και ο τρόπος που τραγουδά μας δίνει την εντύπωση ότι θέλει να τα πει γρήγορα, «με μια ανάσα» σαν να θέλει να προλάβει.

 

Ο τίτλος του τραγουδιού «Ο πόνος του πρεζάκια» κυριολεκτεί σε αυτό που θέλει να αφηγηθεί, αλλά και σε αυτό που κατ’ εξοχήν αισθάνεται ο εξαρτημένος. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η λέξη «πόνος» σε τίτλο των τραγουδιών που παρουσιάσαμε, τη χρησιμοποιεί μόνο ο Αν. Δελιάς και ο Β. Παπάζογλου το «παρά» τον «πόνο» στο τραγούδι «Το παράπονο του δερβίση».

 

Η αφήγηση είναι σε πρώτο πρόσωπο.

 

Στην πρώτη στροφή του τραγουδιού, μας δηλώνει ότι τα προβλήματα άρχισαν από τον καιρό που ξεκίνησε τη χρήση, υπονοώντας ότι πριν δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Αμέσως δε αναφέρει τη στάση της κοινωνίας και το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται, σημείο πολύ σημαντικό.

 

Στη δεύτερη στροφή, επανέρχεται στην αντιμετώπιση που έχει από την κοινωνία και τον ψυχικό πόνο που υφίσταται (σε αντίθεση με τον «Πρεζάκια» του Γ. Τσαούς που λέει «μα ‘γω δυάρα δεν δίνω».

 

Η τρίτη στροφή αναφέρεται στην προσφιλή, αν όχι, μοναδική συζήτηση των εξαρτημένων, περί ουσιών και χρήσης (οι λεγόμενες πρεζοκουβέντες) και κατά δεύτερο λόγο στο σώμα του που αισθάνεται ότι κάτι συμβαίνει, κάτι αλλάζει αρνητικά: συζητήσεις που συνηθίζονται και σήμερα μεταξύ τοξικομανών.

 

Το επιφώνημα που ακούγεται μεταξύ τρίτης και τέταρτης στροφής. «Αχ! μ’ έφαγες πρέζα» είναι εντελώς μέσα στο κλίμα του τραγουδιού, σε αντίθεση με το πρώτο. «Γεια σου μαγκίτη μου Ανέστο!» Τα επιφωνήματα που αναφέρονταν στους μουσικούς, ένας από τους σκοπούς που εξυπηρετούσαν ήταν να κάνουν γνωστό τον καλλιτέχνη στον ακροατή του δίσκου.

 

Στην τέταρτη στροφή, επαναλαμβάνεται ο εγκλωβισμός και το αδιέξοδο στο οποίο στο οποίο έχει περιέλθει ο αφηγητής και καταλήγει στον επερχόμενο θάνατο που ουσιαστικά θέλει να εξορκίσει.

 

Γενικά, το τραγούδι αφήνει την αίσθηση ότι ο εξαρτημένος επιζητά τη συμπάθεια του ακροατή.

 

Ανακεφαλαιώνοντας μπορούμε να κάνουμε κάποιες πρώτες διαπιστώσεις και παρατηρήσεις.

 

-                      Αν κρίνουμε από τον αριθμό των τραγουδιών που αναφέρουν ή αναφέρονται στις «σκληρές» ουσίες εξάρτησης, υποθέτουμε ότι το φαινόμενο δεν ήταν ιδιαίτερα εξαπλωμένο στα λαϊκά στρώματα εκείνη την εποχή. Από τρείς περιπτώσεις εξαρτημένων που συναντήσαμε σε αντίστοιχα τραγούδια, βλέπουμε ότι πρόκειται για ανθρώπους που πριν ακόμη εξαρτηθούν, βρίσκονταν στο κοινωνικό περιθώριο και στην παρανομία ή στα όριά τους (Λανθρέμπορος, Διαρρήκτης, Πόρνη).

 

-                      Συναντάμε στοιχεία αποκλεισμού και απομόνωσης των εξαρτημένων από την κοινωνία, όπως και άσχημη συμπεριφορά απέναντί τους, σε κάποιες όμως περιπτώσεις και συμπάθεια.  Βρίσκουμε ακόμη σαφή διαφοροποίηση μεταξύ χρηστών χασίς και χρηστών «σκληρών» ουσιών. Οι πρώτοι σε μεγάλο βαθμό είναι κοινωνικά αποδεκτοί, σε αντίθεση με τους δεύτερους. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η στάση των χρηστών χασίς απέναντι στους εξαρτημένους από «σκληρές ουσίες». Για τους εξαρτημένους χρησιμοποιούνται οι χαρακτηρισμοί «δειλός», «φτωχοί», «μαραμένη» και «καημένη».

 

-                      Στα περισσότερα τραγούδια είναι εμφανής η αρνητική θέση απέναντι στις  «σκληρές» και σε μία περίπτωση απέναντι σε όλες τις ουσίες. Επίσης η  αποτρεπτική στάση, καταδείχνοντας τα αρνητικά αποτέλεσμα τα της εξάρτησης και η πρόταση αλλαγής τρόπου ζωής, είναι ευκρινώς διακριτή.

 

-                      Οι  «σκληρές» ουσίες αναφέρονται για να δείξουν, με υπερβολικό τρόπο, ένταση και μέγεθος συναισθηματικών δυσκολιών. Επίσης, την αποχή, την αδιαφορία, τη φυγή από την κοινωνική πραγματικότητα και το πέρασμα στη σφαίρα του φαντασιακού. Οι ουσίες αναφέρονται για να προκαλέσουν την κοινωνία και τις αρχές ενώ η κοκαϊνη σε μία περίπτωση ως ένδειξη πλούτου.

 

-                      Σε όλα τα τραγούδια υπάρχει το στοιχείο της στέρησης. Συναντάμε ακόμη μία μοναδική απόπειρα ερμηνείας της εξάρτησης και κάποια χαρακτηριστικά που έχουν σχέση με την εξάρτηση, όπως: Ο ψυχικός πόνος, η κούραση και το αδιέξοδο του εξαρτημένου, η αναζήτηση των αιτιών της εξάρτησης σε άλλους παράγοντες εκτός του ίδιου του εξαρτημένου, το άμεσο ή έμμεσο αίτημα του εξαρτημένου για συμπόνοια και συμπάθεια από τον ακροατή, η πλαστή εικόνα που έχει ο εξαρτημένος για τις ουσίες και τον εαυτό του, οι αυτοκαταστροφικές τάσεις και βέβαια η ανατριχιαστική ομολογία του, ότι η ουσία είναι μέσο επιβίωσης.

 

-                      Σε πέντε τραγούδια αναφέρεται ευθέως ο θάνατος και σε ό,τι αφορά στο σώμα βρίσκουμε τις εκφράσεις «… μου πότισε τα σωθικά φαρμάκι…», «…το κορμί μου άρχισε να λειώνει…» και «…φάνηκε το κορμί μου…».

 

-                      Έχουμε περιγραφή χώρου συνάθροισης και διαβίωσης εξαρτημένων όπως επίσης ένδυσης, συνηθειών και συμπεριφοράς .ακόμη περιγραφή και αναφορά τρόπων διακίνησης ή εμπορίας ουσιών και των διώξεων εκ μέρους της αστυνομίας.

 

-                      Σε αρκετά τραγούδια φαίνεται ο τρόπος χρήσης (κάπνισμα, από τη μύτη, ενέσιμη), κατάσταση επήρειας και στέρησης, όπως και η παράλληλη χρήση χασίς και «πρέζας».

 

-                      Ως προς το λεξιλόγιο συναντήσαμε τις λέξεις ή εκφράσεις:

 

-                      Κοχλαράκιας, πρεζάκιας, πρεζάκηδες, κοκαϊνοπότης

-                      πρέζα, άσπρη σκόνη

-                      πρεζάρω, ρουφώ, τραβώ, μυτιά, φουμάρω, βελόνι, όταν πιεις

-                      μαστουρωθείς, χαρμάνης

 

-                      Από τα 13 τραγούδια εξετάσαμε είναι αξιοσημείωτο, ότι μόνο τρία αναφέρουν αποκλειστικά την «πρέζα». Τα υπόλοιπα δέκα αναφέρουν την «πρέζα» και άλλες νόμιμες ή παράνομες ουσίες. Πιο συγκεκριμένα:

 

-                      οκτώ(8) αναφέρουν «πρέζα» και χασίς

-                      ένα  (1) αναφέρει «πρέζα» αλκοόλ και χασίς

 

Έκτος από τους λόγους που ήδη εκθέσαμε και αυτοί ήταν η υπερβολή, η άγνοια και η πρόκληση, η παράλληλη αναφορά διαφορετικών ουσιών ίσως δείχνει τη σχέση που υπάρχει μεταξύ τους και τον τρόπο που αυτή έχει καταγραφεί στη λαϊκή συνείδηση.

 

Επίσης από τα 13 τραγούδια, τουλάχιστον 5 δεν διαπραγματεύονται ή δεν έχουν στόχο να καταδείξουν την εξάρτηση, τη «πρέζα» ή τον εξαρτημένο. Απλώς τα αναφέρουν δευτερεύοντος.

 

Σαν επίλογος

 

Στη διάρκεια του αιώνα που τελειώνει  συνέβησαν πολλές και μεγάλες αλλαγές στην κοινωνία, στην πολιτική, στην επιστήμη και τεχνολογία, στον πολιτισμό, στην οικογένεια κ.λ.π. Τις αλλαγές αυτές ακολούθησαν, κάποιες φορές προηγήθηκαν, η χρήση ουσιών και η εξάρτηση απ’ αυτές.

 

Στις μέρες μας, εποχή της νέας τάξης πραγμάτων, καινούργιες συνθετικές ουσίες κάνουν την εμφάνισή τους. Υπολογίσιμος αριθμός νέων ανθρώπων τις χρησιμοποιεί, όπου μαζί με τις παλαιότερες ουσίες, εγκαθιστούν μία νέα κουλτούρα χρήσης ψυχοτρόπων ουσιών.

 

Τα ρεμπέτικα τραγούδια που παρουσιάσαμε σε συνδυασμό με τη βιβλιογραφία της εποχής, οι εκθέσεις των διωκτικών και δικαστικών αρχών, τα δημοσιογραφικά κείμενα αυτής της περιόδου, όπως οι λογοτεχνικές αναφορές στη χρήση και εξάρτηση από ουσίες, μπορούν να συμβάλουν σε μια πλησιέστερη εικόνα του φαινομένου της εξάρτησης. Εικόνα αναγκαία για την ερμηνεία του παρελθόντος, του παρόντος και την πρόγνωση του μέλλοντος.

 

[Paper presented at the Hydra Rebetiko Conference October 2001]

[We are working on a translation of this text. Apologies for any formatting errors you may find in the text.]

 

 

Free Web Hosting